- άθυτος
- -η, -ο (Α ἄθυτος, -ον και -στος, -ον) [θύω]αυτός που δεν έχει θυσιαστεί, αθυσίαστοςνεοελλ.άσφαχτοςαρχ.1. αυτός που δεν καθαγιάστηκε με θυσία ή τελετή, άνομος, παράνομος2. αυτός που δεν είναι κατάλληλος για θυσία ή προσφορά3. (για θεούς) αυτός στον οποίο δεν έχει προσφερθεί θυσία4. αυτός που δεν έχει θυσιάσει5. φρ. «ἄθυτα ἱερά», η θυσία που τα μαντικά σημεία της δεν ήταν αίσια, που δεν έγινε αποδεκτή από τους θεούς.
Dictionary of Greek. 2013.